Αναφανδόν υπέρ του Μνημονίου η εισηγήτρια του ΣτΕ

Τα επιχειρήματα που κατατέθηκαν από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, την ΑΔΕΔΥ την Ομοσπονδία Συνταξιούχων και άλλους φορείς κατά των επαχθών όρων του Μνημονίου, που υπέγραψε η κυβέρνηση με την τρόικα, απορρίπτει η εισηγήτρια του ΣτΕ Μαίρη Σαρπ.

Στην πρόταση, 97 σελίδων, που κατέθεσε στην Ολομέλεια του ΣτΕ, ενόψει της εκδίκασης της προσφυγής την προσεχή Τρίτη, η Μαίρη Σαρπ αποκρούει τις αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας των ρυθμίσεων για τις περικοπές μισθών και επιδομάτων σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους.

“Το μειονέκτημα της μερικής απώλειας αποδοχών ή συνταξιοδοτικών παροχών, ως μέρος των μέτρων που επέτρεψαν στην Ελλάδα να ενταχθεί στο μηχανισμό στήριξης, αντισταθμίζεται από το πλεονέκτημα της αποφυγής της χρεοκοπίας της χώρας και της συνέχισης καταβολής μισθών και συντάξεων”, τονίζει η Μαίρη Σαρπ.

Μάλιστα, η εισηγήτρια του ΣτΕ υποστηρίζει ότι τα μέτρα δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην ανάγκη μείωσης του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους της χώρας, ενόψει και των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα στα πλαίσια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Σύμφωνα με την ίδια, οι περικοπές δεν παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας, της προστασίας της ανθρώπινης αξίας αλλά ούτε και το δικαίωμα της περιουσίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Αν και αναγνωρίζει ότι επέρχεται επέμβαση σε περιουσιακά δικαιώματα, υποστηρίζει οτι λαμβάνεται πρόνοια με τους νόμους 3833 και 3845/2010, ώστε οι μειωμένες αποδοχές και συντάξεις να διατηρούνται σε βιώσιμα επίπεδα και ότι εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ακόμη, στην εισήγησή, σημειώνει ότι οι περικοπές δεν συνεπάγονται ουσιώδη απομείωση των συνολικών αποδοχών των εργαζομένων και των συνταξιούχων, διότι εξαιρούνται από την περικοπή πολυάριθμες κατηγορίες ιδιαιτέρως σημαντικών επιδομάτων (οικογενειακά, χρόνου υπηρεσίας, επικίνδυνης εργασίας κλπ.), καθώς και ευπαθείς ομάδες (συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας κλπ).

Η κ. Σαρπ δεν κάνει δεκτό και τον ισχυρισμό ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις είναι άκυρες επειδή δεν ψηφίστηκαν από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών.

Η ίδια δέχεται ότι το Μνημόνιο δεν αποτελεί διεθνή σύμβαση, δεν περιέχει κανόνες δικαίου και δεν έχει έννομες συνέπειες ώστε να απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Όπως αναφέρει, αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι μετά τη δημοσίευση του ν.3845/2010 εκδόθηκε η απόφαση του 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου, με την οποία προσδιορίστηκαν τα δημοσιονομικά και οικονομικά μέτρα που υποχρεούται να λάβει η Ελλάδα για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα.

Σημειώνει δε ότι από την απόφαση αυτή δεν δημιουργούνται υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας σε σχέση με την πραγματοποίηση των μέτρων αυτών. Η σύμβουλος του ΣτΕ αποφαίνεται ότι με τον επίμαχο νόμο δεν αναγνωρίζονται εξουσίες σε όργανα διεθνών οργανισμών που να περιορίζουν την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας.

Τέλος, η κ. Σαρπ επισημαίνει ότι τόσο ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών όσο και οποιοσδήποτε άλλος επιστημονικός και συνδικαλιστικός φορέας (ΑΔΕΔΥ, ΕΣΗΕΑ, ΤΕΕ κλπ.) δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει τις υπουργικές αποφάσεις. Τέτοιο, δικαίωμα, η σύμβουλος αναγνωρίζει μόνο  στην Ομοσπονδία Εργατικών Στελεχών Ελλάδας.

Παξινός: Ταυτίζεται με τις απόψεις του υπουργείου Οικονομικών

Την εισήγηση της κ. Σαρπ σχολίασε ο πρόεδρος του ΔΣΑ Δημ. Παξινός:

“Επιτελέσαμε το θεσμικό μας ρόλο, όπως προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία. Το ίδιο και οι υπόλοιποι φορείς. Η εισηγήτρια του ΣτΕ αμφισβητεί τον ρόλο αυτό, όπως αμφισβητεί τον τρόπο λειτουργίας μέχρι τώρα του Κράτους Δικαίου, στο όνομα του εκάστοτε δημοσίου συμφέροντος.

Είναι μια εισήγηση, σεβαστή βεβαίως, όμως περισσότερο κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου, ταυτιζόμενη απολύτως με τις απόψεις του υπουργείου Οικονομικών.

Ουσιαστικά με την εισήγησή της αποτρέπει την περαιτέρω προσφυγή των πολιτών στα δικαστήρια για θέματα μείζονος σημασίας, αρνούμενη τον δικαστικό έλεγχο της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Και αυτό είναι λυπηρό. Τον λόγο έχει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία συνεδριάζει σε πλήρη σύνθεση, επειδή κρίθηκε το θέμα ως μείζονος σημασίας”.

[Enet]