Ρασούλης: «Οι ανίκανοι και άπληστοι μετέτρεψαν την Ελλάδα σε money-land»

Λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Μανώλης Ρασούλης έστειλε ίσως την τελευ­ταία επιστολή του στη φίλη και δημοσιογράφο στη Γερμανία Ζωή Νιομανάκη. Έναν χρόνο μετά, δημοσιεύουμε την άγνωστη επιστολή που μοιάζει λες και γράφτηκε τώρα.

Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα έπειτα από 18 μήνες, το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα της κρίσης και το πρώτο μου ταξίδι… δίχως την παρέα του Ρασούλη, ο οποίος είχε γίνει ο προσωπικός μου «ξεναγός» και με γύριζε πάντα σε ιδιαίτερες γωνιές της πόλης τα τελευταία χρόνια αφ’ ότου είχαμε γνωριστεί. Για να παίρνω «γνήσιες τζούρες Ελλάδας και να αντέχω γλυκύτερα την ξενιτιά», όπως έλεγε, όταν κατέβαινα για δουλειές στην Αθήνα, που ομολογουμένως δεν τη νιώθω πικρή ή ξινή, διότι βρίσκομαι ανέκαθεν εδώ και μου είναι οικεία και αγαπητή, η βάση μου.

Με γύριζε, λοιπόν, ο ιδιαίτερος αυτός άνθρωπος, με τα πόδια κυρίως, πάντα γύρω από το κέντρο, και μου έλεγε… έλεγε… έλεγε τις πιο όμορφες και ζωηρές ιστορίες γι’ αυτόν τον τόπο – ιστορικο-πολιτικο-οικονομικο-ερωτικο-κοινωνικές και βάλε… Επίσης συναντιόμασταν συνεχώς και με ανθρώπους που ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν φανταζόμουν πως θα συναντούσα, και μάλιστα σε τόσο φιλικό επίπεδο, για καφέ, φαγητό και χαβαλέ…

Φέτος λοιπόν θα ήταν όλα αλλιώς… Και είχα ένα σφίξιμο, μια αγωνία και έναν πόνο στο στομάχι όταν κατέβηκα στην πατρίδα, επηρεασμένη από ό,τι είδα, άκουσα, διάβασα τόσο καιρό μέσα από τα μάτια αυτών που μεταφέρουν εικόνες και αισθήσεις, αληθινές ή παραποιημένες, εντόπιοι και μη, σε όλα τα ΜΜΕ εντός και εκτός χώρας όλο τον τελευταίο καιρό.

Ένας χρόνος τώρα… «μετά Ρασούλη», το μόνο που με παρηγόρησε λίγο την πρώτη μέρα ήταν η θέα της γιγαντοαφίσας προς τιμήν και μνήμην του στην πρόσοψη του Hondos στην Ομόνοια. Αλήθεια! Απολύτως αντιπροσωπευτικό δείγμα της Ελλάδας που δεν τιμά τα παιδιά της επίσημα, αλλά τιμώνται από τον λαό, κάποιον ιδιώτη στην προκειμένη, εν τούτοις, όμως, στο κεντρικότερο λαϊκό σημείο της χώρας, θα του άρεσε πιστεύω. Και περνώντας από εκεί, με κατεύθυνση το Θησείο (ναι, είναι καθιερωμένη η επίσκεψη για καφέ απέναντι στον Ιερό Βράχο για μένα το «τουριστάκι»), πίνοντας τον πρώτο μου καφέ εκεί ακριβώς, παρατηρώντας τα πρόσωπα των περαστικών αλλά και των άλλων γύρω μου που απολάμβαναν τον καφέ τους κάνοντας φωτοσύνθεση και αφού «εγκλιματίστηκα» σύντομα στο να μην κοιτάζω στα μάτια τούς πλανόδιους πωλητές, που αδιάκοπα και σε ρυθμό καρδιογραφήματος πέρναγαν και προσπαθούσαν να πλασάρουν την όποια πραμάτεια τους με το στανιό, έπλεα σε μνήμες και θυμόμουν ύστερα από καιρό πάλι το τελευταίο γράμμα του Ρασούλη σε μένα πριν «χαθεί». Θλιμμένος για το τότε ξεκίνημα της αρνητικής προπαγάνδας κατά της Ελλάδας στη Γερμανία – το εξώφυλλο της Αφροδίτης, αν θυμάστε – μου είχε στείλει και αφήσει στη διάθεσή μου μια επιστολή να τη μεταφράσω, να τη διαδώσω, να την κάνω ό,τι θέλω, όπως μου είχε πει, και δεν πρόλαβα να το κάνω, για προσωπικούς μου λόγους δυστυχώς, πριν τον χάσουμε απρόσμενα. Στη συνέχεια με κατέβαλε τέτοια θλίψη, που μόνο αυτό δεν με ενδιέφερε, το να την κοινοποιήσω: ιεροσυλία και οπορτουνισμός στα δικά μου μάτια μια τέτοια κίνηση. Την άφησα να «ζει» έναν χρόνο μόνο στην ψυχή μου.

Πίνοντας, λοιπόν, τον καφέ μου στο κέντρο της Ελλάδας, με όλο αυτό το βουητό γύρω μου, «άκουγα» αλλά και «έβλεπα» τα λόγια του ζωντανά στα πρόσωπα των περαστικών. πόσο «μπροστά» αυτός ο άνθρωπος! πολύ πριν φτάσει η Ελλάδα εδώ που έφτασε, γραμμένες φράσεις λες και τις έγραψε χθες, δεν επιτρέπεται να το γνωρίζουν μόνο λίγοι, σκέφτηκα και αποφάσισα πως θα ήταν κρίμα να μην μοιραστώ τις, ίσως, τελευταίες του «επίσημες» κουβέντες προς ένα ευρύτερο κοινό. Κρίνετε μόνοι σας αν υπερβάλλω…

 

Ζωή Νιομανάκη

Δημοσιογράφος στο κρατικό ραδιοτηλεοπτικό κανάλι WDR (West Deutscher Rundfunk)

 

Η επιστολή του Μανώλη Ρασούλη

 

Νοέμβριος 2010

«Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: ‘‘Άκουσον μεν, πάταξον δε’’.

Ο σκοπός της επιστολής μου είναι να στείλω δύο μηνύματα:

1. Εγώ προσωπικά δεν δέχομαι τους τίτλους pigs – οκνηρός – άσωτος κ.λπ. που μας φόρτωσαν γενικεύοντας κάποιοι απ’ τα βόρεια.

2. Υπάρχει μια Ελλάδα μες στην Ελλάδα, όπως υπήρχε μια Γερμανία από το 1933 έως το 1945.

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και 25 χρόνια, ζώντας με τους συμπατριώτες μου, βιώνοντας μια διαρκώς γενικευόμενη, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, έλεγα ότι αυτό το στυλ θα καταστρέψει την Ελλάδα, μπορεί και την ανθρωπότητα. Έκανα το οτιδήποτε να εκφράσω το αντίδοτο. Μάλλον απ’ ό,τι φαίνεται ηττήθηκα.

Στην Ελλάδα σφυρηλατήθηκε και εγκαθιδρύθηκε ένας μέσος πολίτης, μικροαστός, νεόπλουτος, αρχοντοχωριάτης. Επικυριάρχησε στο κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό, ψυχολογικό, αισθητικό προσκήνιο, καταστρέφοντας τον ρυθμό και το στυλ της χώρας. Επίσης, καταστρέφοντας τη λαϊκή κουλτούρα, δηλαδή το αυθεντικό τραγούδι, που είναι το θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς μας, απαξιώνοντας την λόγια ποίηση, εγκαθιδρύοντας, διά πυρρός και σιδήρου, τα πολιτιστικά κέντρα της χαράς και της αισιοδοξίας, όπως τα ονόμασαν, κάτι χαζοκαμπαρέ, τα λεγόμενα σκυλάδικα. Διαμόρφωσαν έναν χαζοκαμπαρετζίδικο τρόπο σκέψης, καθιστώντας την Ελλάδα ένα νομιμοποιημένο πορνοστάσιο. Ο πολιτισμός, καθώς και ο τουρισμός, δέχτηκαν σκληρά πλήγματα. Από τους περιηγητές του ’60 φτάσαμε στα ξενοδοχεία των 5.000 ανθρώπων που, με τα βραχιολάκια στο χέρι, βίωναν τις διακοπές τους και έφευγαν σχεδόν χωρίς να ξέρουν σε ποια χώρα τους φέραν. Η εποποιία του Ζορμπά, των παιδιών του Πειραιά, παρήλθε ανεπιστρεπτί. Πωλήθηκαν κατά κόρον και ο μύθος και η παρθενικότητα της χώρας, αλλά και το συμπαθές ναΐφ του μέσου ρωμιού αντικαταστάθηκε από την κουτοπονηριά, από το απρόσωπο, από τον μέσο όρο των super market και των τραπεζών και τώρα το σλόγκαν του Υπουργείου Τουρισμού “Έλα στην Ελλάδα να ζήσεις τον μύθο σου“ ακούγεται γελοίο και κούφιο.

Υπάρχει μια άλλη Ελλάδα μες στην Ελλάδα, εξόριστη και καταδικασμένη από τα ποικίλα golden boys και τους εγχώριους κερδοσκόπους που δεν αναγνωρίζουν πατρίδα ή πολιτισμό, αλλά ορκίζονται στη money-land. Ανίκανοι και άπληστοι.

Δεν συμμετείχα στους ολυμπιακούς αγώνες γιατί ήμουν σίγουρος ότι μετά την φαμφάρα θα ακολουθούσε η ξεφτίλα, όπως και έγινε. Η Αθήνα είναι πρωτοφανές φαινόμενο πρωτεύουσας που έχει τον μισό πληθυσμό της χώρας στην επικράτειά της. Αλαζονική πόλη, αφού λανσάρεται ως μητέρα της δημοκρατίας και του μέτρου. Τώρα είναι αμετροεπής μητρόπολη, βρώμικη μητέρα απίστευτης εγκληματικότητας. Δημοκρατία δεν υπάρχει, πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει. Όλα ελέγχονται από το ΔΝΤ, την Ευρώπη, τους Γεωργιανούς και Ρουμανόγυφτους εγκληματίες. Παλιότερα σκεφτόμουν μήπως φέρναμε 100 Γερμανούς (βλέπε Ρεχάγκελ), να αναλάβουν για 100 χρόνια τη χώρα, μπας και ισορροπήσει. Θα με κατηγορούσαν για ανθέλληνα. Τώρα τους έφεραν ή ήρθαν λόγω ανωτέρας βίας και την πληρώνουν αυτοί που δεν έφταιξαν. Χιλιάδες χάνουν τις δουλειές τους, άλλοι αυτοκτονούν και άλλοι αγοράζουν ακριβά σπίτια στο κέντρο του Λονδίνου. Κατά τα άλλα, τα εκλεκτά στελέχη του ελληνικού status πουλούν φούμαρα ότι είναι απόγονοι του Αριστοτέλη, του Σωκράτη και του Ηράκλειτου. Και αυτά χωρίς εσωτερική λογική, και έτσι ξανακαταλήξαμε σε μια νέα greek salad, σε μια δραματική φαρσοκωμωδία. Εγώ προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει και να αντιπροτείνω κάποιες λύσεις. Ως εκ τούτου υπέστην ποικίλα πογκρόμ. Ηττήθηκε η αντίληψή μας, γι’ αυτό φτάσαμε στο παρόν χάλι. Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά είναι μέρος μιας παγκόσμιας κρίσης. Το ανθρώπινο είδος βρίσκεται στο απόλυτο αδιέξοδο. Ο πλανήτης έχει καταστραφεί. Δεν μπορούμε πια να αναπτύξουμε τους ρυθμούς της βιομηχανίας όπως παλιά και ταυτόχρονα να σώσουμε το περιβάλλον. Τι μέλλει γενέσθαι; Κάθε κρίση γεννά πόλεμο. Το απεύχομαι και κάνω κάθε τι για να μην μας συμβεί. Γεννήθηκα σαράντα μέρες μετά τη βόμβα στη Χιροσίμα. Ως εκ τούτου προσπαθώ στη Μέση Ανατολή, εδώ και οχτώ χρόνια, να δημιουργηθεί ένας κοινός παρονομαστής για τους δυο λαούς, γιατί από αυτό το άλυτο πρόβλημα μπορεί να ξεκινήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος.

Ονειρευόμουνα να γίνει η Ελλάδα μια πολιτισμική Ελβετία και μητέρα που θα κυοφορήσει ένα όραμα για την παγκόσμια ειρήνη. Τώρα είμαστε στο στόχαστρο όλου του δυτικού κόσμου και παράδειγμα προς αποφυγή. Να μην ξεχάσω να πω ότι πριν από χρόνια έστειλα μια επιστολή στην Süddeutsche Zeitung περί όλων αυτών, αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν για το θέμα. Πέρυσι και φέτος ο Γερμανός ανταποκριτής της ίδιας εφημερίδας στην Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Ελλάδα, μου πήρε δύο συνεντεύξεις και πάλι η διεύθυνση της εφημερίδας αδιαφόρησε. Πάντως εγώ προσπάθησα. Επίσης, ως προς το θέμα που ετέθη να πουλήσει η Ελλάδα τα νησιά της και την Ακρόπολη, έχω να πω: (α) Η Ακρόπολη δεν είναι ιδιοκτησία μας. Ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και (β) Μεγάλες εκτάσεις της Ελλάδας, και όχι μόνο, έχουν αγοραστεί από Γερμανούς. Πρόσφατα συμμετείχα σε ένα φεστιβάλ ποίησης στη Μαγιόρκα, όπου ο κυβερνήτης της μας έλεγε με αγωνία ότι οι Γερμανοί έχουν αγοράσει το 80% του νησιού και θέλουν να το προσαρτήσουν στη Γερμανία. Αν αυτό αποτελεί ένα σχέδιο επεκτατισμού στον νότο εκ μέρους της Γερμανίας, δεν γνωρίζω. Αν, λόγω της κρίσης, οι νεοέλληνες ξαναχαθούμε στη διασπορά, θα ήθελα να έρθουν στην Ελλάδα ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες από όλο τον κόσμο, και από εδώ να ξεκινήσει μια προσπάθεια διαιώνισης της ζωής πάνω στον πλανήτη σε ένα ανώτερο επίπεδο.

Αυτά προς το παρόν. Σας χαιρετώ όλους και τον καθένα χωριστά.

Εμμανουήλ Ρασούλης, Έλλην τραγουδοποιός»

[topontiki.gr]