“Εφυγε” ο σελινιώτης βιολάτορας Φώτης Κατράκης

Έφυγε σήμερα απο τη ζωη σε ηλικία 79 ετων ένας μεγάλος μουσικός απο το Σέλινο, ο Φώτης Κατράκης. Βιολάτορας και τραγουδιστής ξεκίνησε απο την εφηβική του ηλικία στα μέσα της δεκαετίας του 1950-’60 να συμμετέχει στα γλέντια της επαρχίας του και αργότερα στα Χανιά, όπου μετοίκησε στη συνοικία Πασακάκι, ανοίγοντας παράλληλα ξυλουργείο.

Μέχρι πρόσφατα οι χανιώτες απολάμβαναν τις όμορφες νότες του και το χαρακτηριστικό του παίξιμο που ήταν μελωδικό και ξεχωριστό. Συχνα με λαγουτιέρη το γιο του Γιώργο, τον Στέλιο και Λεωνίδα Λαϊνάκη. Όλοι είχαν να πουν για τον χαρακτήρα του, που ήταν ήρεμος και ευγενικός και όλοι τον έλεγαν απλα, Φώτη.

Πρόσφατα, στις αρχες του χρόνου τιμήθηκε σε εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο απο το Σύλλογο Ριζίτικου Τραγουδιού «Ετεοκρήτες», σε συνδιοργάνωση με την Περιφερειακή Ενότητα Χανίων και σε συνεργασία με τη ραδιοφωνική εκπομπή «Κρήτη μου Πατρίδα μου» του ραδιοσταθμού “Κρητικόραμα”. Απο το site eparxies.gr αναδημοσιεύουμε το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του Νίκου Αποστολάκη, Προέδρου του Πολιτιστικού Παραδοσιακού Συλλόγου Σελίνου στη τιμητική αυτη εκδήλωση του Ιανουαρίου, για το Φώτη Κατράκη.

“Γεννήθηκε το 1940 στους Αγίους Θεοδώρους  Σελίνου  ή Άη θόδωρο, όπως συνηθίζουν οι ντόπιοι να τους λένε. Χωριό ορεινό, όχι ιδιαίτερα παραγωγικό, που παρόλα αυτά έσφυζε από ζωή την εποχή εκείνη. Τελείωνε το δημοτικό σχολείο όταν τα πέτρινα χρόνια κατοχής και εμφυλίου είχαν παρέλθει και η ζωή στο ορεινό δυτικό Σέλινο άρχιζε να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της. Ο Φώτης έδειχνε να έχει μουσικές ανησυχίες από πολύ μικρός κι αυτό αποκαλύπτεται από  την πρώιμη επιθυμία του να τις εκφράσει. Στο δίλλημα γυμνάσιο και παραπέρα σπουδές ή βιολί αυτός  ασυζητητί διάλεξε βιολί, κι ας ήταν άριστος μαθητής.  Πάνω σε  ένα τενεκέ από σκάγια σκάρωσε ένα μουσικό όργανο που στη φαντασία του ήταν βιολί. Το έπαιζε με ένα αυτοσχέδιο δοξάρι από αθανατόδεντρο, που το έτριβε μάλιστα σε λιβάνι μη έχοντας ρετσίνι, και γέμιζε την ψυχή του με ήχους, προσπαθώντας με υπομονή και πάθος  να τους κάνει όμοιους με εκείνους που είχε ακούσει στα πανηγύρια.

Ο χωριανός του Στρατάκης Ηρακλής, συγκινημένος  από το μεράκι του Φώτη,  έφτιαξε μια λύρα και του τη χάρισε. Εκείνος  άρχισε με μεγάλη χαρά να τη μαθαίνει κρατώντας την σαν βιολί και πατώντας τις χορδές με τα δάκτυλα αντί να τις αγγίζει με τα νύχια, όπως δηλαδή συνηθίζεται να παίζεται αυτό το όργανο. Το γεγονός από μόνο του  αποκαλύπτει ότι η λύρα δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην περιοχή του και δεν υπήρχε λυράρης από τον οποίον θα έπαιρνε τη στοιχειώδη τεχνική γνώση. Άλλωστε η αγορά ενός βιολιού με τα οικονομικά δεδομένα της εποχής είχε δυσβάσταχτο κόστος, στο οποίο ελάχιστοι μπορούσαν να  ανταποκριθούν, υπολογίζοντας ταυτόχρονα ότι ο επίδοξος οργανοπαίχτης  μπορούσε να μην είχε αξιόλογη πρόοδο και η δαπάνη να αποδεικνύονταν άσκοπη. Η λύρα αντίθετα μπορούσε να κατασκευαστεί από υλικό του φυσικού περιβάλλοντος, όπως μουρνιά, καρυδιά, καστανιά, αγριαχλαδιά, με μηδαμινό κόστος. Σαν πρώτο όργανο ήταν μια λύση και εφόσον το μουσικό αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό ο νέος είχε ισχυρό κίνητρο να εξασφαλίσει ένα καλό όργανο που θα του άνοιγε  τους ορίζοντες.

Με ελπίδα και αυτοπεποίθηση ο  Φώτης σε ηλικία δεκατριών ετών αντικατέστησε τη λύρα με ένα καλό βιολί που αγόρασε η μητέρα του από τον Νίκο τον Παγώνη στην περιοχή Βουτά. Σε ελάχιστο χρόνο εξοικειώθηκε με το καινούργιο όργανο και, με βάση  αποκλειστικά τα ακούσματα που είχε από τους συνεπαρχιώτες του μουσικούς και τους ξακουστούς βιολάτορες της εποχής Χάρχαλη, Μαριάνο, Μαύρο, Γαλαθιανό και άλλους,  μπήκε δυναμικά στα γλέντια σαν ολοκληρωμένος οργανοπαίχτης. Για την ιστορία πρέπει να αναφέρουμε τους Σελινιώτες λαγουτιέρηδες Αντώνη Παγώνη, Κωστή Παγώνη, Παναγιώτη Καστάνη, Αντώνη Κλεινάκη, Σταυρουλάκη Μάρκο και Γιώργη, με τους οποίους συγκροτούσε  ζυγιές στις διάφορες εκδηλώσεις της Επαρχίας του. Η υψηλή τεχνική του Φώτη τον έκανε περιζήτητο  και από γνωστούς  κισαμίτες λαγουτιέρηδες, όπως  τους Γιώργη Κουτσουρέλη, Μιχάλη Πολυχρονάκη, Πέτρο Καρμπαδάκη, Γιώργη Νταουντάκη, Λευτέρη Χαιρετάκη και άλλους.

Ο Φώτης σαν ιδιαίτερα ταλαντούχος βιολάτορας, και μάλιστα χωρίς μουσικές θεωρητικές γνώσεις και μαθητική θητεία κοντά σε κάποιο παλιό μουσικό, παγίωσε το δικό του προσωπικό ύφος και χρώμα που του χάρισαν φανατικούς φίλους, οι οποίοι επίμονα αναζητούν τις δισκογραφικές του εργασίες. Στο σύνολό τους σχεδόν οι Χανιώτες μουσικοί ομολογούν ότι η εκτέλεση του Νέου Σελινιώτικου συρτού από τον Φώτη είναι αξεπέραστη. Εδώ μεταφέρω και την μαρτυρία του γνωστού βιολάτορα  Γιώργη  Μυλωνάκη, μαθητή του Μιχάλη Κουνέλη, ο οποίος κάποτε ζήτησε από τον δάσκαλό του να του παίξει τον Καστελιανό Συρτό προκειμένου να τον καταγράψει και διαφυλάξει σαν πρότυπο. Ο δάσκαλός του αυθόρμητα τον προέτρεψε να βρεί τον Φώτη για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος.

Το Φώτη τον Κατράκη είχα την ευκαιρία να απολαύσω σε πολλές χαροκοπιές. Όμως μια θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου και ίσως σημαδιακή για την Κρητική μουσική. Ήταν καλοκαίρι του 1990, αν δεν απατώμαι, όταν ο οργανωτής εκδηλώσεων στα Ανώγεια και φίλος μου Γιώργης Λαγκαδινός κάλεσε το Φώτη να παίξει εκεί, στο πλαίσιο μιας Κρητικής μουσικής βραδιάς. Για πρώτη φορά στην ιστορία του χωριού θα έμπαινε βιολί  σε δημόσια εκδήλωση και οι ντόπιοι ήσαν εξαιρετικά επιφυλακτικοί για την ορθότητα της επιλογής  και δισταχτικοί να δώσουν το  «παρών». Με ενημερώνει τηλεφωνικά ο φίλος μου για το γεγονός στις 7 το βράδυ και στις 10 φτάσαμε τέσσερα άτομα από την Παλιόχωρα στα Ανώγεια. Η εμπειρία ήταν πέραν κάθε προσδοκίας. Μέχρι τα ξημερώματα στην κατάμεστη πλατεία οι κουμπωμένοι στην αρχή Ανωγειανοί δεν άφησαν το βιολί να ησυχάσει. Τελικά ο Πέτρος Καρμπαδάκης που έπαιζε λαγούτο δίπλα του αναγκάστηκε με τρόπο να του κρύψει το βιολί γιατί ο η αυγή γλυκοχάραζε και στα Χανιά  τους  περίμενε άλλο γλέντι. Ο Φώτης, γοητεύοντας το κοινό, έσπασε το Μυλοποταμίτικο  απόρθητο και πανηγυρικά δικαίωσε τη Χανιώτικη μουσική Παράδοση. Κατέρριψε στρεβλούς μύθους και παραπληροφόρηση για την προέλευση και ποιότητα της Κρητικής μουσικής και έδωσε παραδειγματικό μάθημα στους αδαείς και ανιστόρητους που είχαν επιβάλει απαγόρευση του βιολιού από τις Κρητικές μουσικές εκπομπές της ΕΡΤ Χανίων, το 1970. Εδώ βεβαίως θα πρέπει όλοι, χωρίς προκαταλήψεις, να συμφωνήσουμε ότι μεγαλύτερη σημασία έχει αν κάποιος γνωρίζει να παίζει καλά ένα όργανο και να εκτελεί με ακρίβεια τις μελωδίες και μικρότερη το είδος του οργάνου που παίζει. Να υπογραμμίσουμε όμως και το γεγονός ,που οι Χανιώτες αξιώνουμε από τους πάντες να γίνει σεβαστό, ότι οι βιολάτορες είναι εκείνοι που δημιούργησαν τις βάσεις και τον τεράστιο μουσικό πλούτο της δυτικής Κρήτης, ο οποίος ατόφιος ή διασκευασμένος κυριαρχεί σήμερα σε όλους τους Νομούς.

Η παρουσία του Φώτη στα Ανώγεια έφερε σύντομα νέο κάλεσμα. Αυτό ήταν φυσικό, αναμενόμενο και προβλέψιμο. Γιατί ο άνθρωπος έπαιξε με σωστά μέτρα και ρυθμό που τους έλυσαν τα πόδια. Και τους έκανε σε μια νύχτα όλους φίλους  για πάντα.

Στη μουσική διαδρομή του ο Φώτης συνειδητά πειθάρχησε σε αυτό που αποκαλούμε Παράδοση. Δηλαδή σεβάστηκε τη γνώση των παλιότερων δημιουργών και με το προζύμι τους έπλασε το δικό του έργο. Με την προσωπική μουσική δεξιοτεχνία , τον τραγουδιστικό λυρισμό και τον στίχο της μαντινάδας του εξέφρασε με πιστότητα  την εποχή του. Μια τέτοια συμπεριφορά προσεγγίζει απόλυτα τον ορισμό της Παράδοσης. Γι αυτό δικαίως κατατάσσεται στους κορυφαίους εκφραστές της Κρητικής μουσικής και πολύτιμος παράγοντας θωράκισης του αξιακού μας συστήματος. Ταπεινός και φιλικός στην καθημερινότητά του, γνήσια λαϊκός στις χαροκοπιές. Δεν αρνήθηκε να δώσει τα φώτα της γνώσης  του σε νεότερους μουσικούς, ακόμα και  λυράρηδες. Δεν είδε ποτέ τον εαυτό του επαγγελματία, με τη στενή έννοια του όρου, γιατί η προσωπικότητά του  υπαγόρευε μιαν άλλη σχέση με το κοινό, πιο οικεία και ανθρώπινη. Για τον βιοπορισμό του αρκέστηκε να καταθέσει  το περίσσευμα από το μεράκι του για την επιπλοποιεία, στην οποία μάλιστα διακρίθηκε ιδιαίτερα και διεύρυνε τον φιλικό του κύκλο.”